- ιταλόφοβος
- -η, -οαυτός που φοβάται τους Ιταλούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιταλόφοβος — η, ο αυτός που φοβάται τους Ιταλούς, που υποπτεύεται τους Ιταλούς και την ιταλική πολιτική και, άρα, διάκειται δυσμενώς προς αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + φοβος (< φόβος), πρβλ. αθεό φοβος, ανθρωπό φοβος] … Dictionary of Greek
ιταλοφοβία — [ιταλόφοβος] ο φόβος που προκαλείται από τους Ιταλούς, το να φοβάται κάποιος ή να υποπτεύεται τους Ιταλούς … Dictionary of Greek